- μιαροφαγία
- η (Α μιαροφαγία) [μιαροφάγος]το να τρώει κανείς μιαρές, ακάθαρτες τροφές.[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω), πρβλ. ωμο-φάγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιαροσιτία — μιαροσιτία, ἡ (Α) μιαροφαγία, το να τρώει κανείς ακάθαρτες τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + σιτία μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μιαρόσιτος (πρβλ. οικοσιτία)] … Dictionary of Greek